συμφωνικός

συμφωνικός
-ή, -ό
1. (γραμμ.), αυτός που αναφέρεται στα σύμφωνα: Τα συμφωνικά συμπλέγματα μπ, ντ, γκ, όταν είναι ρινικά, χωρίζονται στο συλλαβισμό.
2. (μουσ.), αυτός που αναφέρεται στη μουσική συμφωνία: Τη συμφωνική ορχήστρα θα τη διευθύνει ο γνωστός μαέστρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμφωνικός — ή, ό / συμφωνικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφωνος / συμφωνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική συμφωνία νεοελλ. 1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύμφωνα («συμφωνικό σύμπλεγμα») 2. φρ. α) «συμφωνική μουσική» μουσ. κάθε μουσική σύνθεση που …   Dictionary of Greek

  • συμφωνιακός — ή, όν, Α [συμφωνία] 1. συμφωνικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή ποικιλία τού φυτού υοσκύαμος …   Dictionary of Greek

  • Σφακιανάκης — Επώνυμο κρητικής οικογένειας, που ανέδειξε κυρίως αγωνιστές. 1. Ιωάννης. Πολιτικός (1848 – 1924). Καταγόταν από την Κρήτη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και τη Βιέννη. Πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση του 1866. Το 1878 εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”